- είδωλο
- Ομοίωμα θεότητας, το οποίο γίνεται αντικείμενο λατρείας. Στην ιστορία των θρησκειών ο όρος αυτός προσέλαβε ιδιαίτερη σημασία για να υποδηλώσει τα λατρευτικά αντικείμενα κάθε πολυθεϊστικής θρησκείας. Η έννοια αυτή, που αργότερα έγινε παραδεκτή και από τους ιστορικούς των θρησκειών, εισήχθη ύστερα από την πολεμική του χριστιανισμού κατά των πολυθεϊστικών θρησκειών. Στις περιπτώσεις που τα ε. λατρεύονται τα ίδια ως θεοί και όχι ως ομοιώματα θεότητας ή άλλων υπερφυσικών όντων, είναι προτιμότερη η χρήση του όρου φετιχισμός. Βλ. λ. ειδώλιο.
(Φυσ.) Στη γεωμετρική οπτική ονομάζεται ε. ενός φωτεινού σημείου (πηγή) το σημείο όπου συναντώνται, αφού έχουν ανακλαστεί ή διαθλαστεί από ένα οπτικό σύστημα, οι φωτεινές ακτίνες που προέρχονται από την πηγή ή οι προεκτάσεις τους. Αν συναντώνται οι ίδιες οι φωτεινές ακτίνες, το ε. καλείται πραγματικό, γιατί τότε μπορεί να προβληθεί πάνω σε οθόνη. Αν συναντώνται οι προεκτάσεις των ακτίνων που το σχηματίζουν, το ε. ονομάζεται φανταστικό, γιατί δεν φαίνεται στην οθόνη.
Το ε. ενός εκτεταμένου φωτεινού αντικειμένου προσδιορίζεται από τα ε. των εικόνων των διαφόρων σημείων που απαρτίζουν το αντικείμενο.
Είδωλο της περιόδου Χμερ από την Καμπότζη (14ος-15ος αι.).
Το είδωλο ενός σημειακού αντικειμένου Ρ, το οποίο σχηματίζεται από έναν φακό, βρίσκεται στο σημείο I, όπου συγκλίνουν οι ακτίνες που έχουν πάθει διάθλαση ή οι προεκτάσεις τους. Στην πρώτη περίπτωση το είδωλο καλείται πραγματικό· στη δεύτερη περίπτωση το είδωλο καλείται φανταστικό (2). Όπως φαίνεται από τη διπλή παρουσίαση στην εικόνα, το σημειακό αντικείμενο και το σημειακό είδωλο αποτελούν αντίστοιχα το κέντρο του σφαιρικού κύματος που προσπίπτει και αυτού που έχει διαθλαστεί. Πάνω αριστερά, το πραγματικό είδωλο ανεστραμμένο, όπως σχηματίζεται από έναν φωτογραφικό φακό· πάνω δεξιά, το φανταστικό είδωλο όπως σχηματίζεται σε έναν καθρέφτη.
Μεξικανικό είδωλο του 14ου-16ου αι., που παριστάνει θεότητα του καλαμποκιού (Ανθρωπολογικό Μουσείο, Μεξικό).
* * *το (AM εἴδωλον, Μ και εἴδουλον)1. εικόνα που σχηματίζεται α) από ανάκλαση σε νερό, καθρέφτη ή άλλο αντικείμενοβ) από διάθλαση με φακούς2. εικόνα, άγαλμα λατρευτικό («ἐλάτρευσαν τοῑς εἰδώλοις», ΠΔ)νεοελλ.1. πρόσωπο στο οποίο απονέμεται υπερβολική λατρεία («ήταν το είδωλο τής δεκαετίας»)2. ψεύτικες ιδέες που από παράδοση και πρόληψη πιστεύουν οι άνθρωποιαρχ.1. ομοίωμα, φάντασμα («ἔφρασε τὸ εἴδωλον τὸ Μελίσσης», Ηρόδ.)2. κάθε άυλη μορφή («εἴδωλον σκιᾱς», Αισχ.)3. ιδέα, έννοια4. πλάσμα τής φαντασίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < είδος «μορφή, σχήμα» + επίθημα -ωλο- που είναι σπάνιο. Η λ. είδωλον απαντά αρχικά στον Όμηρο με τη σημ. «υπερφυσική οπτασία, φάντασμα» και αργότερα σε αρχαίους συγγραφείς με τη σημ. «εικόνα που σχηματίζεται από ανάκλαση στο νερό, στον καθρέφτη ή και στο μυαλό», απ' όπου παραλήφθηκε από τους Ιουδαίους και Χριστιανούς συγγραφείς και χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. «εικόνα ή ομοίωμα ψεύτικου θεού» και συνεκδοχικά «ψεύτικος θεός». Η λ. είδωλον εισήχθη αργότερα στη Λατινική (πρβλ. idōlum), απ' όπου διαδόθηκε ευρέως στις νεώτερες ευρωπαϊκές γλώσσεςπρβλ. αγγλ. idol, γαλλ. idole, ιταλ. idolo κ.λπ.].
Dictionary of Greek. 2013.